Ο κερατόκωνος είναι μια μη φλεγμονώδης διαταραχή του κερατοειδούς που χαρακτηρίζεται από προοδευτική λέπτυνση, αύξηση της καμπυλότητας σε προχωρημένα στάδια ουλοποίηση του κερατοειδούς προκαλώντας σταδιακή απώλεια της οπτικής οξύτητας. Η προοδευτική αύξηση της μυωπίας και του αστιγματισμού, λόγω της πάθησης, ξεκινά συνήθως στην εφηβεία και εξελίσσεται μέχρι την μέση ηλικία περίπου τα 35 – 40 έτη, όπου ο κίνδυνος εξέλιξης της πάθησης μειώνεται σημαντικά. Συνήθως εκδηλώνεται πρώτα στον έναν οφθαλμό, αλλά σταδιακά παρουσιάζονται ανάλογα συμπτώματα και στον έτερο οφθαλμό. Ο κερατόκωνος έχει αυξημένη συχνότητα εμφάνισης σε λαούς της Μεσογείου και στην Ελλάδα η συχνότητα εκτιμάται σε 2 ανά 1000 κατοίκους. Με την ενσωμάτωση σύγχρονων οφθαλμολογικών μηχανημάτων η δυνατότητα διάγνωσης του κερατόκωνου έχει γίνει ευκολότερη και νέες μελέτες είναι σε εξέλιξη για την καταγραφή των επιδημιολογικών χαρακτηριστικών της πάθησης. Τα συμπτώματα στα πρώιμα στάδια της νόσου δεν είναι τυπικά. Οι ασθενείς συχνά έχουν ανάγκη αλλαγής των βαθμών στη συνταγή γυαλιών ή/και φακών επαφής για την βελτίωση της όρασής τους, λόγω της αυξανόμενης μυωπίας και αστιγματισμού. Επίσης μπορεί να υπάρχει δυσκολία στη νυχτερινή οδήγηση, οπτικά φαινόμενα παραμόρφωσης στα φώτα, χαλαρή αίσθηση εφαρμογή των μαλακών φακών επαφής και ερεθισμός που δημιουργεί την ανάγκη για τρίψιμο των ματιών.

Η διάγνωση του κερατόκωνου γίνεται με την τοπογραφική απεικόνιση του κερατοειδούς (τοπογραφία κερατοειδούς), αλλά πλαισιώνεται και με τις υπόλοιπες οφθαλμολογικές εξετάσεις όπως η διάθλαση, η εξέταση στη σχισμοειδή λυχνία και η σκιασκοπία. Τα  σύγχρονα τοπογραφικά μηχανήματα παρέχουν ακριβείς πληροφορίες απαραίτητες στον εξειδικευμένο στις παθήσεις του κερατοειδούς οφθαλμίατρο για την διάγνωση του κερατόκωνου και την κλινική του σταδιοποίηση (όπως σε υποκλινικό, εξελισσόμενο κ.α.). Η ετήσια παρακολούθηση, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει τοπογραφικό έλεγχο του κερατοειδούς, συστήνεται σε όλους τους ασθενείς (ιδιαίτερα πρίν τα 40 έτη) με διεγνωσμένο κλινικό ή υποκλινικό κερατόκωνο για την έγκαιρη αντιμετώπιση της πάθησης σε περίπτωση εξέλιξης. Επίσης γίνεται σύσταση για αποφυγή τριψίματος των ματιών μια συνήθεια που συναντάται συχνά σε ασθενείς με κερατόκωνο και συνδέεται σύμφωνα με κλινικές καταγραφές με την εξέλιξη της νόσου. (OJOph. 2014)1.

Η αντιμετώπιση του κερατόκωνου εξαρτάται από το στάδιο της πάθησης στο χρονικό σημείο της διάγνωσης. Σε πρώιμα στάδια κερατόκωνου που εξελίσσεται συστήνεται αντιμετώπιση με την τεχνική της διασύνδεσης κερατοειδούς με την χρήση ριβοφλαβίνης (βιταμίνης Β2) και υπεριώδους ακτινοβολίας UV-A. Η τεχνική αυτή αυξάνει την μηχανική σκληρότητα του ιστού του κερατοειδούς μέσω της χημικής αντίδρασης που πραγματοποιείται και σκοπός της είναι να σταματήσει την εξέλιξη της πάθησης, ώστε να αποφευχθεί η ανάγκη για μεταμόσχευση κερατοειδούς που εφαρμόζεται σε προχωρημένα στάδια. Η θεραπεία διαρκεί λιγότερο από 1 ώρα, γίνεται με τοπική αναισθησία και είναι ανώδυνη για τον ασθενή. Η τεχνική εφευρέθηκε το 2005 στο Πανεπιστήμιο της Δρέσδης και Ελλάδα ξεκίνησε να εφαρμόζεται ήδη από το 2007 από τον καθ. Γ. Κυμιωνή στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Τα μακροχρόνια αποτελέσματα της μεθόδου παρουσιάζονται από τον ίδιο στην “Mελέτη της Κρήτης” που έλαβε δημοσίευση σε ένα από τα καλύτερα επιστημονικά Οφθαλμολογικά περιοδικά (Cornea. 2014)2. Η επέμβαση μπορεί να συνδυαστεί με τεχνική φωτοαποδόμησης για την διόρθωση της μυωπίας και του αστιγματισμού, αν υπάρχει επαρκές πάχος κερατοειδούς (συνήθως σε πρώιμα στάδια) ή με ενδοκερατοειδικούς δακτυλίους, αν δεν υπάρχει επαρκές πάχος κερατοειδούς ή με φακικό ενδοφακό, αν οι βαθμοί μυωπίας και αστιγματισμού είναι υψηλοί ή με συνδυασμό αυτών σε εξειδικευμένες περιπτώσεις.

Σε όλες τις τεχνικές αντιμετώπισης, ο καθ. Γ. Κυμιωνής έχει σημαντική κλινική εμπειρία και συγγραφικό έργο  επί σειρά ετών που αντιπροσωπεύεται σε πλειάδα δημοσιευμένων μελετών (J Refract Surg 2009, J Cataract Refract Surg 2010, J Cataract Refract Surg. 2013)3,4,5   Σε κάθε περίπτωση η επεμβατική αντιμετώπιση είναι εξατομικευμένη και γίνεται από εξειδικευμένο οφθαλμίατρο στις παθήσεις του κερατοειδή. Σε προχωρημένα στάδια κερατοκώνου η αντιμετώπιση γίνεται με ολικού ή μερικού πάχους μεταμόσχευση κερατοειδούς όταν η όραση δεν είναι πλέον ικανοποιητική με τους σκληρούς ή ημίσκληρους φακούς επαφής ή με τα γυαλιά οράσεως.

Ειδική ομάδα ασθενών αποτελούν τα παιδιά με κερατόκωνο που χρειάζονται ειδική προσέγγιση από εξειδικευμένο οφθαλμίατρο. Η διασύνδεση κερατοειδικού κολλαγόνου σε περιπτώσεις εξελισσόμενου κερατόκωνου αποτελεί μια από τις κυριότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις, αλλά η κατηγοριοποίηση της πάθησης καθορίζει την θεραπευτική αντιμετώπιση. Η κλινική εμπειρία του καθ. Γ. Κυμιωνή αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την προσέγγιση αυτής της ιδιαίτερης ομάδας ασθενών (J Refract Surg. 2012, J Ophthalmol. 2013)6, 7.