Ο καταρράκτης είναι η θόλωση του κρυσταλλοειδούς φακού του ματιού που υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι διαυγής. Ο καταρράκτης συνήθως αναπτύσσεται αργά με σταδιακή μείωση της όρασης που δεν μπορεί να διορθωθεί με γυαλιά. Το κύριο σύμπτωμα του καταρράκτη είναι η μείωση της όρασης, αλλά μπορεί να συνοδεύεται και από μείωση στην ένταση αντίληψης των χρωμάτων, δυσκολία στην ανάγνωση στο αμυδρό φως, θολή όραση, φωτοστέφανο γύρω από το φως, θάμβος στο έντονο φως, δυσκολία στην νυχτερινή όραση, αλλά και μια νέα δυνατότητα ανάγνωσης χωρίς βοηθητικά γυαλιά κοντινής ανάγνωσης σε ασθενείς άνω των 60 ετών. Βασικά παράπονα των ασθενών αποτελούν η δυσκολία στην οδήγηση, την ανάγνωση ή/και την αναγνώριση προσώπων.
Ο καταρράκτης συνηθέστερα προκαλείται λόγω γήρανσης, αλλά μπορεί επίσης να προκύψει λόγω τραύματος, έκθεση σε ακτινοβολία, να υπάρχει από τη γέννηση (σπάνια), ή να συμβεί μετά από εγχείρηση στο μάτι λόγω άλλης πάθησης.
Ο καταρράκτης δεν είναι μια ασθένεια που μπορεί να θεραπευθεί με φαρμακευτική αγωγή ή γυαλιά. Δεν υπάρχει φαρμακευτική θεραπεία για την πρόληψη της ανάπτυξης ή την προόδου του καταρράκτη, η αντιμετώπιση είναι χειρουργική αφαίρεση του καταρράκτη και εμφύτευση ενδοφθάλμιου τεχνητού ενδοφακού.