Ο καταρράκτης είναι η θόλωση του κρυσταλλοειδούς φακού του ματιού που υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι διαυγής.  Ο καταρράκτης συνήθως  αναπτύσσεται αργά με σταδιακή μείωση της όρασης που δεν μπορεί να διορθωθεί με γυαλιά. Το κύριο σύμπτωμα του καταρράκτη είναι η μείωση της όρασης, αλλά μπορεί να συνοδεύεται και από μείωση στην ένταση αντίληψης των χρωμάτων, δυσκολία στην ανάγνωση στο αμυδρό φως, θολή όραση, φωτοστέφανο γύρω από το φως, θάμβος στο έντονο φως, δυσκολία στην νυχτερινή όραση, αλλά και μια νέα δυνατότητα ανάγνωσης χωρίς βοηθητικά γυαλιά κοντινής ανάγνωσης σε ασθενείς άνω των 60 ετών. Βασικά παράπονα των ασθενών αποτελούν η δυσκολία στην οδήγηση, την ανάγνωση ή/και την αναγνώριση προσώπων.

Ο καταρράκτης συνηθέστερα προκαλείται λόγω γήρανσης, αλλά μπορεί επίσης να προκύψει λόγω τραύματος, έκθεση σε ακτινοβολία, να υπάρχει από τη γέννηση (σπάνια), ή να συμβεί μετά από εγχείρηση στο μάτι λόγω άλλης  πάθησης.

Ο καταρράκτης δεν είναι μια ασθένεια που μπορεί να θεραπευθεί με φαρμακευτική αγωγή ή γυαλιά. Δεν υπάρχει φαρμακευτική θεραπεία για την πρόληψη της ανάπτυξης ή την προόδου του καταρράκτη, η αντιμετώπιση είναι χειρουργική αφαίρεση του καταρράκτη και εμφύτευση  ενδοφθάλμιου τεχνητού ενδοφακού.

Η επέμβαση καταρράκτης συνήθως διαρκεί λιγότερο από μισή ώρα, γίνεται με τοπικά αναισθητικά κολλύρια και είναι σχεδόν ανώδυνη. Κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, ο οφθαλμίατρος αφαιρεί το καταρράκτη, (το θολό φυσικό φακό του ματιού), και την αντικαθιστά με ένα νέο τεχνητό βιοσυμβατό ενδοφακό. Υπάρχουν πολλοί τύποι ενδοφακών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη σύγχρονη χειρουργική αντιμετώπιση καταρράκτη, συμπεριλαμβανομένων των μονοεστιακών, πολυεστιακών, προσαρμοστικών, και ενδοφακών αστιγματικής διόρθωσης. Η εμπειρία του οφθαλμιάτρου και η ποιότητα του φακού που εμφυτεύεται μέσα στον οφθαλμό, επηρεάζουν άμεσα την επιτυχία της χειρουργικής επέμβασης Ο στόχος της επέμβασης καταρράκτη είναι η βελτίωση της μειωμένης όρασης που προκλήθηκε από την καταρράκτη. Μετά τη χειρουργική επέμβαση θα ανακτηθεί η όραση που υπήρχε πριν την ανάπτυξη του καταρράκτη, εκτός αν υπάρχει άλλη πάθηση (όπως γλαύκωμα, ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς, διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια) εκτός από τον καταρράκτη που μειώνει την όραση.Ο στόχος της επέμβασης καταρράκτη πλέον με τις δυνατότητες της τεχνολογίας είναι η βελτίωση της όρασης και ο περιορισμός της εξάρτησης από γυαλιά ή φακούς επαφής. Πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να χρειάζονται να φορούν γυαλιά ή φακούς επαφής μετά από επέμβαση καταρράκτη, τουλάχιστον ένα μέρος του χρόνου, είτε για την κοντινή ή /και την μακρινή όραση ή και για την διόρθωση του αστιγματισμού.

Μετά την επέμβαση καταρράκτη δεν απαιτείται νοσηλεία. Η θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνει ενστάλαξη κολλυρίων για τρεις με τέσσερις εβδομάδες σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος. Το χειρουργημένο μάτι θα πρέπει να προστατεύεται, να αποφεύγεται το τρίψιμο του ματιού και να χρησιμοποιούνται γυαλιά ηλίου. Την πρώτη εβδομάδα ανάρρωσης θα πρέπει να αποφύγετε η έντονη δραστηριότητα, όπως άσκηση ή την κάμψη/άρση βαρών. Επίσης θα πρέπει να αποφύγετε η επαφή του ματιού με νερό, βρωμιά ή σκόνη, διότι μπορεί να οδηγήσει σε μόλυνση.

Όπως σε κάθε χειρουργική επέμβαση, υπάρχουν επιπλοκές που σχετίζονται με την επέμβαση καταρράκτη. Οι επιπλοκές περιλαμβάνουν την μόλυνση, ενδοφθάλμια αιμορραγία, αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης, οίδημα στον αμφιβληστροειδή ή/και τον κερατοειδή, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς και απώλεια της όρασης. Η ενδοφθαλμίτιδα αποτελεί την πιο σοβαρή και δύσκολα αντιμετωπίσιμη επιπλοκή, η οποία όμως ευτυχώς είναι σπάνια. Για την πιθανότητα επιπλοκών χειρουργείται κάθε φορά το ένα μάτι του ασθενούς. Η χειρουργική αντιμετώπιση ματιών με ώριμο καταρράκτη αυξάνει την πιθανότητα επιπλοκών και αυξάνει τον χρόνο του χειρουργείου ενώ μπορεί να αλλάξει και το χειρουργικό πλάνο σε πιο επεμβατικό. Συνεπώς, η παλαιά θεώρηση της αντιμετώπισης του καταρράκτη αφού ωριμάσει θεωρείται πλέον παρωχημένη.