Άτομα άνω των 18 ετών με σταθερό διαθλαστικό σφάλμα (μυωπία, υπερμετρωπία ή αστιγματισμό) για τουλάχιστον 1 χρόνο. Στις γυναίκες η επέμβαση αποφεύγεται κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης και του θηλασμού. Ο προεγχειρητικός έλεγχος καθορίζει αν η επέμβαση μπορεί να γίνει και με βάσει τις εξετάσεις αποφασίζεται (από τον ιατρό και τον ασθενή) ποια είναι η καταλληλότερη τεχνική.
Η επέμβαση γίνεται με τοπική αναισθησία με σταγόνες και διαρκεί περίπου 10-20 λεπτά. Η επέμβαση είναι ανώδυνη και γίνεται και σ τα δύο μάτια την ίδια μέρα. Μετά την επέμβαση είναι απαραίτητη η χρήση γυαλιών ηλίου. Επίσης πολύ σημαντικό είναι να ακολουθήσετε την αγωγή και τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού σας.
Η όραση μετά την επέμβαση είναι ελαφρώς θολή και υπάρχει αίσθημα ξένου σώματος και τσούξιμο στα μάτια. Γενικά, υπάρχει δυνατότητα να κινείστε στο χώρο και να εξυπηρετείστε για τις βασικές σας ανάγκες. Η όραση βελτιώνεται από την επόμενη ημέρα (στην τεχνική PRK γίνεται σταδιακά) και αποκαθίσταται περίπου στις 2-4 εβδομάδες. Για τους επόμενους 6 μήνες η όραση πιθανόν να έχει μικρές διακυμάνσεις έως ότου τελικά σταθεροποιηθεί.
Οι χειρουργημένοι ασθενείς λαμβάνουν θεραπευτική αγωγή (κολλύρια) για για τουλάχιστον ένα μήνα μετά την επέμβαση και αγωγή με ενυδατικά τεχνητά δάκρυα για περίπου τρεις μήνες. Η συχνότητα των δόσεων και ο αριθμός των φαρμακευτικών σκευασμάτων είναι μεγαλύτερος τις πρώτες 7-10 ημέρες, ενώ μετά μειώνεται αρκετά σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού. Η θεραπευτική αγωγή δεν περιορίζει τους ασθενείς στο να επιστρέψουν στις δραστηριότητές τους μετά την αποκατάσταση της επέμβασης. Οι ασθενείς χρειάζεται να φορούν γυαλιά ηλίου για περίπου 3 μήνες σε περίπτωσης έκθεσης στον ήλιο.
Βάσει αποτελεσμάτων κλινικών δοκιμών, η διαθλαστική διόρθωση είναι μόνιμη εκτός από περιπτώσεις όπου το διαθλαστικό σφάλμα αλλάζει σαν αποτέλεσμα της ηλικίας μας ή άλλων ειδικών συνθηκών (π.χ. εγκυμοσύνη). Τότε είναι πιθανό να χρειαστεί συμπληρωματική διόρθωση. Για το λόγο αυτό θεωρείται σημαντικό οι βαθμοί να είναι σταθεροί για ένα έτος.
Ο χρόνος διαφέρει ανάλογα με την τεχνική και τις συνθήκες του εργασιακού χώρου. Ο χρόνος σταδιακής επαναδραστηριοποίησης ποικίλλει ανάλογα τον τύπο της επέμβαση και γίνεται περίπου στις 3-5 ημέρες για την επέμβαση.
Οι πιθανότητες σοβαρών επιπλοκών είναι ελάχιστες. Οι ασθενείς ενημερώνονται λεπτομερώς για όλες τις πιθανές επιπλοκές μετά τον προεγχειρητικό έλεγχο, ώστε να έχουν πλήρη επίγνωση. Με τις νεότερες εξελίξεις στις τεχνικές διαθλαστικής χειρουργικής και με την εμπειρία που έχει αποκτηθεί οι επιπλοκές έχουν μειωθεί τόσο ώστε να θεωρείτε ότι οι πιθανότητες μόλυνσης απο φακούς επαφής είναι μεγαλύτερες από τις πιθανότητες επιπλοκής κατά τη διαθλαστική επέμβαση.
Ο σκοπός των διαθλαστικών επεμβάσεων είναι να απαλαγεί ο ασθενής από τα γυαλιά και να έχει τη ίδια όραση που είχε όταν φορούσε γυαλιά. Σε μικρό αριθμό χειρουργημένων υπάρχει πιθανότητα να παραμείνει ορισμένο διαθλαστικό σφάλμα μετά την επέμβαση (μικρότερο του 1 βαθμού). Τέτοιου βαθμού διαθλαστικό σφάλμα δεν αποτελεί εμπόδιο στις καθημερινές δραστηριότητες και δεν δημιουργεί την ανάγκη για χρήση γυαλιών ή φακών επαφής. Το υπολειπόμενο διαθλαστικό σφάλμα οφείλονται στην διαφορετική επουλωτική αντίδραση του ματιού στις ακτίνες Laser σε σχέση με την πλειοψηφία των ματιών. Διόρθωση για διαθλαστικά σφάλματα λιγότερο από 1 βαθμό μπορεί να γίνει, αλλά δεν προτείνεται.
Η διαθλαστικές επεμβάσεις έχουν σκοπό να προσφέρουν την βέλτιστη δυνατή όραση δηλαδή την όραση που μπορούσε να έχει ένας οφθαλμός πρίν την επέμβαση με γυαλιά ή φακούς επαφής. Το εύρος του διαθλαστικού σφάλματος που φυσιολογικά μπορεί να παραμείνει μετά την επέμβαση είναι το +/- 0,50 βαθμοί και το εύρος αυτό χαρακτηρίζει μια επιτυχημένη επέμβαση. Οι ασθενείς μετά την επέμβαση είναι ανεξάρτητοι από γυαλιά ή φακούς επαφής, αλλά σε μια ομάδα ασθενών χρειάζονται γυαλιά στην βραδινή οδήγηση ή στην ανάγνωση.
Η επιλογή της τεχνική γίνεται με βάση τα ανατομικά χαρκτηριστικά των οφθαλμών, τις τιμές του διαθλαστικού σφάλματος και παράγοντες όπως τύπος εργασίας ή αθλητικές δραστηριότητες. Μετά την ολοκλήρωση του προεγχειρητικού ελέγχου υπάρχου τα διαθέσιμα δεδομένα για να αποφασιστεί ποιά είναι η κατάλληλότερη χειρουργική τεχνική.